ονοβάτις: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνοβάτις]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που υπέπεσε σε [[μοιχεία]] και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη [[πάνω]] σε όνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i> (θηλ. τ. του -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακανθο</i>-<i>βάτις</i>].
|mltxt=[[ὀνοβάτις]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που υπέπεσε σε [[μοιχεία]] και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη [[πάνω]] σε όνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i> (θηλ. τ. του -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακανθοβάτις]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθοβάτις].