οροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οροφύλακας]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />ο [[φύλακας]] τών ορέων, τών βουνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οροφύλακας]].<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />ο [[φύλακας]] τών ορέων, τών βουνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὁροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. οροφύλακας.
(II)
ὀροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.