οφιογενής: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(30)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφιογενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από [[φίδι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Ὀφιογενεῑς</i><br />[[ονομασία]] μερικών ασιατικών φυλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]])].
|mltxt=[[ὀφιογενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από [[φίδι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Ὀφιογενεῖς</i><br />[[ονομασία]] μερικών ασιατικών φυλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

ὀφιογενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῖς
ονομασία μερικών ασιατικών φυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].