οφικιάλιος: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και | |mltxt=[[οφικιάλιος]] και [[οφφικιάλης]], [[οφικιάλης]], [[οφικιούχος]], [[οφφικιούχος]], ο (AM [[ὀφφικιάλιος]], Α και [[ὀφικιάλιος]])<br />([[ιδίως]] στους Βυζαντινούς) [[εκκλησιαστικός]], [[πολιτικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[αξιωματούχος]] που ασκούσε υψηλό [[λειτούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[τιτλούχος]], [[αξιωματούχος]], [[επίσημος]]. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[officialis]]</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>[[officium]]</i> «[[υπηρεσία]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 4 June 2022
Greek Monolingual
οφικιάλιος και οφφικιάλης, οφικιάλης, οφικιούχος, οφφικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα
νεοελλ.
(γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officialis (< officium «υπηρεσία»)].