ὀφφικιάλιος

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀφφικιάλιος: ὁ, Λατιν. officialis, ἀξιωματικός, Εὐσέβ. ΙΙ, 833Α, Βασίλ. IV, 713Α, Μακάρ. 833D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 10, 6., 460, 16., 776, 17.

Greek Monolingual

οφικιάλιος και οφφικιάλης, οφικιάλης, οφικιούχος, οφφικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα
νεοελλ.
(γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officialis (< officium «υπηρεσία»)].