οφειλέτης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῑς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που οφείλει σε κάποιον [[ευγνωμοσύνη]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] σχετικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε [[παροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφείλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-[[έτης]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που οφείλει σε κάποιον [[ευγνωμοσύνη]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] σχετικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε [[παροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφείλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]] ([[πρβλ]]. [[επέτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, -ιδος)
1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό
νεοελλ.
(νομ.) το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφείλω + επίθημα -έτης (πρβλ. επέτης)].