Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οχεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
(30)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀχεύς]], -έως και επικ. τ. -ῆος)<br />[[καθετί]] που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταινία]], [[ιμάντας]] που συνέχει και συσφίγγει την [[περικεφαλαία]] [[κάτω]] από το [[σαγόνι]]<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, [[σύρτης]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὀχεῑς</i><br />α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα<br />β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής<br />γ) οι οίακες τών πλοίων<br /><b>4.</b> [[λαβή]] ασπίδας, όχανον<br /><b>5.</b> [[άξονας]] τροχού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα [[νεύρα]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀχ</i> του <i>ἔχω</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
|mltxt=ο (Α [[ὀχεύς]], -έως και επικ. τ. -ῆος)<br />[[καθετί]] που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταινία]], [[ιμάντας]] που συνέχει και συσφίγγει την [[περικεφαλαία]] [[κάτω]] από το [[σαγόνι]]<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, [[σύρτης]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὀχεῖς</i><br />α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα<br />β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής<br />γ) οι οίακες τών πλοίων<br /><b>4.</b> [[λαβή]] ασπίδας, όχανον<br /><b>5.</b> [[άξονας]] τροχού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα [[νεύρα]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀχ</i> του <i>ἔχω</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

ο (Α ὀχεύς, -έως και επικ. τ. -ῆος)
καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι
αρχ.
1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης
3. στον πληθ. οἱ ὀχεῖς
α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα
β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής
γ) οι οίακες τών πλοίων
4. λαβή ασπίδας, όχανον
5. άξονας τροχού
6. φρ. «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα νεύρα της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -εύς].