ὀχεύς
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ὀχέως, Ep. ὀχῆος, ὁ, (ἔχω)
A anything used for holding or fastening:
1 band or strap for fastening the helmet under the chin, Il.3.372.
2 pl., fastenings or clasps of the belt, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον 4.132, 20.414.
3 bolt or bar of a door, ἐπικεκλιμένας σανίδας καὶ μακρὸν ὀχῆα 12.121; θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας Od.21.47, cf. Parm.1.16, Theoc.24.49; ὀ. θύρας Phld.Rh.1.280 S.; bolts holding the ἀγκῶνες in place in a war-engine, Ph.Bel.72.31; νεῶν.. ὀχῆας ships' rudders, Opp.C.4.59.
4 ὀχῆες τῆς ὑστέρης, = ὄχοι II.2, Aret.SD2.11 (vv.ll. ὄσχιες, ὄχιες).
II = ὄχανον, οἱ ὀ. οἱ σκύτινοι Plb.18.18.4.
III axle, σφαίρης ἥ τ' ἀμφὶς ὀχῆος ἀεὶ περιτέλλει Orph.Fr.247.25.
German (Pape)
[Seite 429] ὁ, der Halter, Träger, jedes Werkzeug zum Halten, Tragen. Bei Hom. das Band od. der Riemen, womit der Helm unter dem Kinne festgebunden ward, il. 3, 372, die Spangen, die den Leibgurt zusammenhalten, 4, 132. 20, 414; σκύτινος τοῦ θυρεοῦ, wie ὄχανον, Pol. 18, 1, 4. – Gewöhnl. der Riegel, welcher die Thorflügel von innen geschlossen hielt, δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, Il. 12, 455, dgl. ib. 121. 291. 460; θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας, Od. 21, 47, öfter; Anacr. 31, 7 u. einzeln bei a. Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 gourmette d'un casque;
2 boucle ou agrafe d'une ceinture;
3 barre ou verrou d'une porte.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ὀχεύς: έως, эп. ῆος ὁ
1 завязка, ремешок (τρυφαλείης Hom.);
2 застежка, пряжка (ζωστῆρος ὀχῆες Hom.);
3 держатель, ручка (τοῦ θυρεοῦ Polyb.);
4 засов, запор (θυρέων ὀχῆες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεύς: έως, Ἐπικ. -ῆος, ὁ, (ἔχω) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει ὅπως κρατήσῃ τις ἢ στερεώσῃ τι: παρ’ Ὁμ. 1) ὁ συνέχων καὶ συσφίγγων τὴν περικεφαλίαν ἱμάς, ὅς οἱ ὑπ’ ἀνθερεῶνος ὀχεὺς τέτατο τρυφαλείης Ἰλ. Γ. 372. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ συνέχουσαι τὸν ζωστῆρα πόρπαι, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον Δ. 132, Υ. 414. 3) μοχλὸς ἐπὶ τοῦ ἔσωθεν μέρους τῆς θύρας, σανίδας καὶ μακρὸν ὀχῆα Μ. 121 (ἴδε ἐν λ. ἐπημοιβός)· θυρέων δ’ ἀπέκοπτεν ὀχῆας Ὀδ. Φ. 47, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: ὀχῆες· οἱ συνέχοντες τὴν θωρακοζώνην κρίκοι καὶ οἱ μοχλοί, ἀπὸ τοῦ συνέχεν»· προσέτι: «ὀχεῖς· κλεῖθρα· Κερκυραῖοι». ΙΙ. ἀκολούθως, = ὄχανον, οἱ ὀχεῖς οἱ σκύτινοι Πολύβιος 18. 1, 4.
English (Autenrieth)
ῆος (ἔχω): holder; the chinstrap of a helmet, Il. 3.372; clasps on a belt, Il. 4.132; bolt of a door, Il. 12.121. (See cut No. 29.)
Greek Monolingual
ο (Α ὀχεύς, -έως και επικ. τ. -ῆος)
καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι
αρχ.
1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης
3. στον πληθ. οἱ ὀχεῖς
α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα
β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής
γ) οι οίακες τών πλοίων
4. λαβή ασπίδας, όχανον
5. άξονας τροχού
6. φρ. «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα νεύρα της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
ὀχεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ (ἔχω), οτιδήποτε χρησιμ. για να συγκρατεί ή να στερεώνει κάτι:
1. λωρίδα που χρησιμεύει για το δέσιμο περικεφαλαίας κάτω από το πηγούνι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. στον πληθ., κρίκοι που στερεώνουν τη ζώνη του θώρακα, στο ίδ.
3. δοκός ή μοχλός που χρησιμεύει ως σύρτης για να ασφαλίσει την πόρτα από μέσα, μάνταλο, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ὀχεύς, έως, ὁ, [ἔχω]
anything for holding or fastening:
1. a strap for fastening the helmet under the chin, Il.
2. in plural the fastenings of the belt, Il.
3. a bar to fasten the door inside, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=λουρί πού σφίγγει τήν περικεφαλαία). Ἀπό τό ἔχω.