πλειοδότης: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. πλειοδότις και πλειοδότρια, Ν<br />αυτός που προσφέρει τη μεγαλύτερη [[τιμή]] σε πλειστηριασμό ή σε [[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλεῖον</i>, ουδ. του [[πλείων]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
|mltxt=ο, θηλ. πλειοδότις και πλειοδότρια, Ν<br />αυτός που προσφέρει τη μεγαλύτερη [[τιμή]] σε πλειστηριασμό ή σε [[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλεῖον</i>, ουδ. του [[πλείων]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:14, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. πλειοδότις και πλειοδότρια, Ν
αυτός που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή σε πλειστηριασμό ή σε δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον, ουδ. του πλείων + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].