πυρομανής: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[πυρομανία]], που κατέχεται από ασυγκράτητη [[παρόρμηση]] πρόκλησης εμπρησμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>κλεπτο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[πυρομανία]], που κατέχεται από ασυγκράτητη [[παρόρμηση]] πρόκλησης εμπρησμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[κλεπτομανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτομανής].