ρυθμιστήρας: Difference between revisions

From LSJ

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[διάταξη]] κατάλληλη για τη [[ρύθμιση]] της κανονικής λειτουργίας ενός τεχνικού συστήματος ή μηχανήματος, αλλ. [[ρυθμιστής]] («ο [[ρυθμιστήρας]] του λέβητα»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> όργανο χρησιμοποιούμενο στο [[πυροβολικό]] για τη [[ρύθμιση]] τών πυροσωλήνων τών οβίδων, προκειμένου αυτές να εκραγούν σε ορισμένη [[απόσταση]] και σε ορισμένο ύψος από τον στόχο τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρυθμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ανεμιστ</i>-<i>τήρας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>ῥυθμιστήρ</i>, μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[διάταξη]] κατάλληλη για τη [[ρύθμιση]] της κανονικής λειτουργίας ενός τεχνικού συστήματος ή μηχανήματος, αλλ. [[ρυθμιστής]] («ο [[ρυθμιστήρας]] του λέβητα»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> όργανο χρησιμοποιούμενο στο [[πυροβολικό]] για τη [[ρύθμιση]] τών πυροσωλήνων τών οβίδων, προκειμένου αυτές να εκραγούν σε ορισμένη [[απόσταση]] και σε ορισμένο ύψος από τον στόχο τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρυθμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρας</i> ([[πρβλ]]. [[ανεμισττήρας]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>ῥυθμιστήρ</i>, μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
1. διάταξη κατάλληλη για τη ρύθμιση της κανονικής λειτουργίας ενός τεχνικού συστήματος ή μηχανήματος, αλλ. ρυθμιστής («ο ρυθμιστήρας του λέβητα»)
2. στρ. όργανο χρησιμοποιούμενο στο πυροβολικό για τη ρύθμιση τών πυροσωλήνων τών οβίδων, προκειμένου αυτές να εκραγούν σε ορισμένη απόσταση και σε ορισμένο ύψος από τον στόχο τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμίζω + επίθημα -τήρας (πρβλ. ανεμισττήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμιστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].