σιτάρκης: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίταρκες, Ν<br />(για [[χώρα]] ή [[περιοχή]]) [[επαρκής]] σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την [[διατροφή]] τών κατοίκων του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αρκώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>άρκης</i>].
|mltxt=-ίταρκες, Ν<br />(για [[χώρα]] ή [[περιοχή]]) [[επαρκής]] σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την [[διατροφή]] τών κατοίκων του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αρκώ]]), [[πρβλ]]. [[αυτάρκης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ίταρκες, Ν
(για χώρα ή περιοχή) επαρκής σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την διατροφή τών κατοίκων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + -άρκης (< αρκώ), πρβλ. αυτάρκης].