σκαλωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που έχει σκαλοπάτια, [[κλιμακωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που έχει σκαλοπάτια, [[κλιμακωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].