σκιρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>von [[harter]] Art, [[verhärtet]]</i>, Gal.
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος / σκίρ(ρ)ος]]
νεοελλ.
(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύσταση
αρχ.
1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός
2. (για τη νόσο της επιληψίας) επίμονος.

German (Pape)

ες, von harter Art, verhärtet, Gal.