Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκιρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>von [[harter]] Art, [[verhärtet]]</i>, Gal.
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος / σκίρ(ρ)ος]]
νεοελλ.
(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύσταση
αρχ.
1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός
2. (για τη νόσο της επιληψίας) επίμονος.

German (Pape)

ες, von harter Art, verhärtet, Gal.