σκύψιμο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />η [[κάμψη]] του σώματος ή του κεφαλιού [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυψ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>σκυψ</i>-<i>α</i> του [[σκύβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γράψ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br />η [[κάμψη]] του σώματος ή του κεφαλιού [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυψ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>σκυψ</i>-<i>α</i> του [[σκύβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[γράψιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:22, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
η κάμψη του σώματος ή του κεφαλιού προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ- του αορ. έ-σκυψ-α του σκύβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].