σούμα: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(38) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[άθροισμα]], [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] τη [[σούμα]]» — [[προσθέτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>summa</i> «[[σύνολο]], [[άθροισμα]]», ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του <i>summus</i> «[[μέγιστος]], ύψιστος, [[ολόκληρος]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[άθροισμα]], [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] τη [[σούμα]]» — [[προσθέτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>summa</i> «[[σύνολο]], [[άθροισμα]]», ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του <i>summus</i> «[[μέγιστος]], ύψιστος, [[ολόκληρος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[ρακί]] που προέρχεται από την πρώτη [[απόσταξη]], [[τσίπουρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>summus</i>, -<i>a</i>, -<i>um</i> «ύψιστος, [[ανώτατος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. άθροισμα, σύνολο
2. φρ. «κάνω τη σούμα» — προσθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summa «σύνολο, άθροισμα», ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του summus «μέγιστος, ύψιστος, ολόκληρος»].
(II)
η, Ν
ρακί που προέρχεται από την πρώτη απόσταξη, τσίπουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summus, -a, -um «ύψιστος, ανώτατος»].