σούμα

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
1. άθροισμα, σύνολο
2. φρ. «κάνω τη σούμα» — προσθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summa «σύνολο, άθροισμα», ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του summus «μέγιστος, ύψιστος, ολόκληρος»].
(II)
η, Ν
ρακί που προέρχεται από την πρώτη απόσταξη, τσίπουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summus, -a, -um «ύψιστος, ανώτατος»].