Σουαχίλι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(38)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> (ενν. [[γλώσσα]].) <b>γλωσσ.</b> [[γλώσσα]] Μπαντού που μιλιέται στην ανατολική [[ακτή]] της Αφρικής και στα νησιά της, από την Κένυα ώς την Τανζανία, και ως δεύτερη [[γλώσσα]] στην Τανζανία, στην Κένυα, στο Ζαΐρ και στην Ουγκάντα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λογοτεχνία]] [[Σουαχίλι]]»<br /><b>φιλολ.</b> [[λογοτεχνία]] που [[είναι]] γραμμένη στη [[γλώσσα]] [[Σουαχίλι]] σε αραβική [[γραφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>saw</i><i>ā</i><i>hilĩy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>saw</i><i>ā</i><i>hil</i>, πληθ. του <i>s</i><i>ā</i><i>hil</i> «[[ακτή]]»].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> (ενν. [[γλώσσα]].) <b>γλωσσ.</b> [[γλώσσα]] Μπαντού που μιλιέται στην ανατολική [[ακτή]] της Αφρικής και στα νησιά της, από την Κένυα ώς την Τανζανία, και ως δεύτερη [[γλώσσα]] στην Τανζανία, στην Κένυα, στο Ζαΐρ και στην Ουγκάντα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λογοτεχνία]] [[Σουαχίλι]]»<br /><b>φιλολ.</b> [[λογοτεχνία]] που [[είναι]] γραμμένη στη [[γλώσσα]] [[Σουαχίλι]] σε αραβική [[γραφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>saw</i><i>ā</i><i>hilĩy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>saw</i><i>ā</i><i>hil</i>, πληθ. του <i>s</i><i>ā</i><i>hil</i> «[[ακτή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

η, Ν
1. (ενν. γλώσσα.) γλωσσ. γλώσσα Μπαντού που μιλιέται στην ανατολική ακτή της Αφρικής και στα νησιά της, από την Κένυα ώς την Τανζανία, και ως δεύτερη γλώσσα στην Τανζανία, στην Κένυα, στο Ζαΐρ και στην Ουγκάντα
2. φρ. «λογοτεχνία Σουαχίλι»
φιλολ. λογοτεχνία που είναι γραμμένη στη γλώσσα Σουαχίλι σε αραβική γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αραβ. sawāhilĩy < sawāhil, πληθ. του sāhil «ακτή»].