Σουαχίλι

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

η, Ν
1. (ενν. γλώσσα.) γλωσσ. γλώσσα Μπαντού που μιλιέται στην ανατολική ακτή της Αφρικής και στα νησιά της, από την Κένυα ώς την Τανζανία, και ως δεύτερη γλώσσα στην Τανζανία, στην Κένυα, στο Ζαΐρ και στην Ουγκάντα
2. φρ. «λογοτεχνία Σουαχίλι»
φιλολ. λογοτεχνία που είναι γραμμένη στη γλώσσα Σουαχίλι σε αραβική γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αραβ. sawāhilĩy < sawāhil, πληθ. του sāhil «ακτή»].