στρογγυλώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(38)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ [[στρογγύλος]]<br />[[κάνω]] στρογγυλό [[κάτι]], το [[στρογγυλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>στρογγυλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[δίνω]] την [[εντύπωση]] του στρογγυλού, [[φαίνομαι]] [[στρογγυλός]].
|mltxt=στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ [[στρογγύλος]]<br />[[κάνω]] στρογγυλό [[κάτι]], το [[στρογγυλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>στρογγυλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[δίνω]] την [[εντύπωση]] του στρογγυλού, [[φαίνομαι]] [[στρογγυλός]].
}}
}}

Latest revision as of 16:48, 26 March 2021

Greek Monolingual

στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω στρογγυλό κάτι, το στρογγυλεύω
αρχ.
παθ. στρογγυλοῦμαι, -όομαι
δίνω την εντύπωση του στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός.