συμπάρεδρος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

συμπάρεδρος: -ον, ὁ ὁμοῦ παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).