συνεξαπατώ: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 20:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

-άω, Α
1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶν
τίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.