συμπίλημα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 27 September 2022

Greek Monolingual

το, ΝΜ συμπιλῶ
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.