συνεκκολυμβώ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br />[[βγαίνω]] από τη [[θάλασσα]] κολυμπώντας [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκκολυμβῶ</i> «[[κολυμπώ]] πηδώντας στη [[θάλασσα]] από [[κάπου]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br />[[βγαίνω]] από τη [[θάλασσα]] κολυμπώντας [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκκολυμβῶ</i> «[[κολυμπώ]] πηδώντας στη [[θάλασσα]] από [[κάπου]]»].
|mltxt=-άω, Α<br />[[βγαίνω]] από τη [[θάλασσα]] κολυμπώντας [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκκολυμβῶ</i> «[[κολυμπώ]] πηδώντας στη [[θάλασσα]] από [[κάπου]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

-άω, Α
βγαίνω από τη θάλασσα κολυμπώντας μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκολυμβῶ «κολυμπώ πηδώντας στη θάλασσα από κάπου»].