συντακτός: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntaktos
|Transliteration C=syntaktos
|Beta Code=suntakto/s
|Beta Code=suntakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">constructed with</b> (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει <span class="title">Stoic.</span>2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of <b class="b3">κατηγόρημα</b>, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.</span>
|Definition=συντακτή, συντακτόν, [[constructed with]] (cf. [[συντάσσω]] II.5), ὀρθῇ πτώσει ''Stoic.''2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of [[κατηγόρημα]], Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. von [[συντάσσω]], <i>[[zusammengeordnet]], [[festgesetzt]]</i>, DL. 7.58, 64.
}}
{{elru
|elrutext='''συντακτός:''' [adj. verb. к [[συντάσσω]] грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾱγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾶγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντακτός Medium diacritics: συντακτός Low diacritics: συντακτός Capitals: ΣΥΝΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syntaktós Transliteration B: syntaktos Transliteration C: syntaktos Beta Code: suntakto/s

English (LSJ)

συντακτή, συντακτόν, constructed with (cf. συντάσσω II.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.

German (Pape)

adj. verb. von συντάσσω, zusammengeordnet, festgesetzt, DL. 7.58, 64.

Russian (Dvoretsky)

συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.

Greek (Liddell-Scott)

συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).