χειλαράς: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. χειλαρού, Ν<br />αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χείλι]] /[[χείλος]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>αράς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυτ</i>-<i>αράς</i>, <i>υπν</i>-<i>αράς</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. χειλαρού, Ν<br />αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χείλι]] /[[χείλος]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>αράς</i> (<b>πρβλ.</b> [[μυταράς]], [[υπναράς]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:24, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. χειλαρού, Ν
αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. μυταράς, υπναράς)].