φτερούγα: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(45) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br />[[πτέρυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει από τον τ. <i>πτερύγι</i>-<i>ον</i>, υποκορ. του [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i> με μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> ( | |mltxt=η, Ν<br />[[πτέρυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει από τον τ. <i>πτερύγι</i>-<i>ον</i>, υποκορ. του [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i> με μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[κεφάλα]]), με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>π</i>- σε διαρκές -<i>φ</i>- και [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- υπό την [[επίδραση]] του ουρανικού -<i>γ</i>- που ακολουθεί (<b>πρβλ.</b> [[ξυράφι]]: [[ξουράφι]], [[σηπία]]: [[σουπιά]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:48, 11 May 2023
Greek Monolingual
η, Ν
πτέρυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. πτερύγι-ον, υποκορ. του πτέρυξ, -υγος με μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλα), με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ- και τροπή του -υ- σε -ου- υπό την επίδραση του ουρανικού -γ- που ακολουθεί (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σηπία: σουπιά)].