φωνακλάς: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ού, -άδικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να φωνάζει<br /><b>2.</b> αυτός που εκνευρίζεται εύκολα και βάζει τις φωνές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνάκλα]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ας</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>φρυδ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-ού, -άδικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να φωνάζει<br /><b>2.</b> αυτός που εκνευρίζεται εύκολα και βάζει τις φωνές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνάκλα]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ας</i>- ([[πρβλ]]. [[φρυδάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ού, -άδικο, Ν
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να φωνάζει
2. αυτός που εκνευρίζεται εύκολα και βάζει τις φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνάκλα + μεγεθ. κατάλ. -ας- (πρβλ. φρυδάς)].