ὑποτυπωτικός: Difference between revisions

(44)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotypotikos
|Transliteration C=ypotypotikos
|Beta Code=u(potupwtiko/s
|Beta Code=u(potupwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">by way of outline, compendious</b>, τρόπος τῆς συγγραφῆς <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.239</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">2.1</span>.</span>
|Definition=ὑποτυπωτική, ὑποτυπωτικόν, [[by way of outline]], [[compendious]], τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.''P.''1.239. Adv. [[ὑποτυπωτικῶς]] ib.2.1.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>im [[Umrisse]], kompendiarisch</i>, [[τρόπος]] τῆς συγγραφῆς S.Emp. <i>pyrrh</i>. 1.239.<br><b class="num">• Adv.</b>, καὶ [[συντόμως]] <i>ib</i>. 2.1.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτῠπωτικός:''' [[общий]], [[эскизный]], [[суммарный]] ([[τρόπος]] τῆς συγγραφῆς Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

English (LSJ)

ὑποτυπωτική, ὑποτυπωτικόν, by way of outline, compendious, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.P.1.239. Adv. ὑποτυπωτικῶς ib.2.1.

German (Pape)

ή, όν, im Umrisse, kompendiarisch, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.Emp. pyrrh. 1.239.
• Adv., καὶ συντόμως ib. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτῠπωτικός: общий, эскизный, суммарный (τρόπος τῆς συγγραφῆς Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτῠπωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, περιληπτικός, ἐπίτομος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 2. 1.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑποτυπῶ
πολύ συνοπτικός, περιληπτικός.
επίρρ...
ὑποτυπωτικῶς Α
περιληπτικά, συνοπτικά.