ἐπίτομος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἐπίτομον,
A cut off, ἐ. ξύλα timber cut in short lengths for the joiner, Thphr. HP 5.1.12, cf. 3.13.1 (of bark).
2 short, compendious, ὁδός D.H.1.68, Ph.2.25; τὰ ἐ. τῆς χώρας Paus.10.31.7; ἐπίτομον δείξας ἢ λεωφόρον D.Chr.18.4; περαιώσεις Hld.10.4.
3 abridged, Max.Tyr.31.2, Suid.s.v. Διογενειανός. Adv. ἐπιτόμως Phld.Sign.28: Comp. ἐπιτομώτερον A.D.Pron.3.8, Synt.215.9.
German (Pape)
[Seite 994] abgeschnitten, beschnitten, verkürzt, ξύλα, kurzes, Kreuzholz, Theophr.; sc. ὁδός, auch ohne diesen Zusatz, der kürzeste Weg, Richtweg, Luc. D. Mort. 7, 2; Synes. u. a. Sp.; τὰ τῆς χώρας ἐπίτομα, das von Heerstraßen durchschnittene Land, Paus. 10, 31, 7. – Adv. ἐπιτόμως, auf kurze Weise, im Auszuge, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écourté, raccourci ; ἡ ἐπίτομος (ὁδός) chemin le plus court ou plus direct.
Étymologie: ἐπιτέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτομος: ἡ (sc. ὁδός) кратчайший путь Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτομος: -ον, (ἐπιτέμνω), τετμημένος εἰς τεμάχια, κομμάτια ξύλου, καλοῦσι δὲ οἱ τέκτονες ἐπίτομα ταῦτα διὰ τὸ πρὸς τὴν χρείαν οὕτω τέμνειν Θεοφρ. Π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12· ἐπιτομωτάτη ὁδός, συντομωτάτη, Συνεσ. Ἐπιστ. 35· τὰ ἐπ. τῆς χώρας Παυσ. 10. 31, 7· ἐπίτομον δείξας ἢ λεωφόρον Δίω Χρυσ. 1. 474. 2) σύντομος, ἐπίτομον ἀναγραφὴν Σουΐδ ἐν λ. Διογενειανός. ― Ἐπιρρ. -μως, Ἀπολλ. Δ. π. Ἀντωνυμ. 261Β, Συντ. 215, 9, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 487Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίτομος, -ον) επιτέμνω
σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία της Ελλάδας»)
μσν.
φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» — σύντομα, περιληπτικά
αρχ.
1. συντετμημένος, κομμένος
(«καλοῦσι δ’ οί τέκτονες ἐπίτομα ταῦτα, διὰ τὸ πρὸς τὴν χρείαν οὕτω τέμνειν», Θεόφρ.)
2. βραχύς, σύντομος («ἐπίτομος ὁδός», Δίον. Αλ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἐπίτομα
οι συντομότεροι δρόμοι.
επίρρ...
επιτόμως
σύντομα, συνοπτικά.