συνοπτικός
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
English (LSJ)
συνοπτική, συνοπτικόν, seeing the whole together, taking a comprehensive view, with a comprehensive view, synoptic Pl.R. 537c. Adv. συνοπτικῶς = synoptically Marin.Procl.13, Sch.Ptol. Tetr.9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui embrasse d'un coup d'œil perspicace, pénétrant.
Étymologie: συνόψομαι, συνοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοπτικός -όν [συνοράω] in staat de dingen te overzien. Plat. Resp. 537c.
German (Pape)
ή, όν,
1 übersehend, voll Übersicht und Einsicht, einsichtsvoll, ὁ μὲν γὰρ συνοπτικὸς διαλεκτικός, Plat. Rep. II.537c; τὸ συνοπτικόν, Scharfsinn.
2 kurz zusammenfassend, unter eine kurze Übersicht bringend, ὅρος, allgemeine, kurze Übersicht, Dionys. Areop.
Russian (Dvoretsky)
συνοπτικός: охватывающий все своим взором, способный все обозреть (ὁ διαλεκτικός Plat.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνοπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύνοπτος
1. συγκεφαλαιωτικός, περιληπτικός
2. σύντομος, βραχύς («συνοπτικός πίνακας»)
νεοελλ.
φρ. α) «συνοπτικά ευαγγέλια» — τα τρία πρώτα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον και το κατά Λουκάν, τα οποία, καταγραφόμενα σε παράλληλες στήλες και συγκρινόμενα μεταξύ τους, μπορούν να θεωρηθούν συνοπτικά για να διαπιστωθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο
β) «συνοπτικό πρόβλημα» — το πρόβλημα τών σχέσεων και της αλληλεξάρτησης μεταξύ τών συνοπτικών ευαγγελίων
γ) «συνοπτική ανάλυση»
(μετεωρ.) το σύνολο τών διαδικασιών που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του τύπου της στιγμιαίας κυκλοφορίας στην ατμόσφαιρα και, κατ' επέκταση, την εκτίμηση της εξέλιξης και την πρόβλεψη του καιρού
δ) «συνοπτική μετεωρολογία»
(μετεωρ.) κλάδος της μετεωρολογίας που έχει ως αντικείμενο την ανάλυση και την πρόβλεψη, σε μεγάλη κλίμακα, της εξέλιξης του καιρού με βάση έναν μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται σε ολόκληρη την επιφάνεια της Γης ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα της
ε) «συνοπτικός μετεωρολόγος»
(μετεωρ.) ο μετεωρολόγος που ασχολείται με τη συνοπτική μετεωρολογία
στ) «συνοπτικός χάρτης καιρού»
(μετεωρ.) χάρτης στον οποίο συνοψίζεται η κατάσταση του καιρού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή πάνω από μια εκτεταμένη επιφάνεια
ζ) «συνοπτική διαδικασία»
(πολ. δίκ.) διαδικασία απαλλαγμένη από πολύπλοκους και πολλούς τύπους της συνήθους διαδικασίας
η) «με συνοπτική διαδικασία»
μτφ. σύντομα και χωρίς πολλές διατυπώσεις
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ συνοπτικόν
συνέντευξη («ἵνα...ἡμεῖς οἱ εὐτελεῖς τύχωμεν τοῦ πρὸς τὸν ἀρχιερέα συνοπτικοῦ», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. αυτός που βλέπει ή, γενικά, αντιλαμβάνεται κάτι συνολικά
2. (κατ' επέκτ.) οξυδερκής, οξύνους
3. το ουδ. ως ουσ. η οξυδέρκεια.
επίρρ...
συνοπτικός /συνοπτικῶς ΝΜΑ και συνοπτικά Ν
σύντομα, περιληπτικά.
Greek Monotonic
συνοπτικός: -ή, -όν (ὄψομαι), αυτός που βλέπει τα πάντα μαζί, που βλέπει μεμιάς το σύνολο, περιληπτικός, συγκεφαλαιωτικός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνοπτικός: -ή, -όν, ὁ βλέπων ἅπαντα ὁμοῦ, ὁ βλέπων ὅλα διὰ μιᾶς, περιληπτικός, ὁ μὲν οὖν συνοπτικὸς διαλεκτικός, ὁ δὲ μὴ οὔ Πλάτ. Πολ. 537C· ἐρεύνῃ σ. Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 10. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Μαρῖνος ἐν Βίῳ Πρόκλ. 13, Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 66, κλπ.
Middle Liddell
συν-οπτικός, ή, όν [from συνοράω ὄψομαι
seeing the whole together, taking a comprehensive view, Plat.