общий
From LSJ
Russian > Greek
κοινός, τυπώδης, ἐπίκοινος, σύνδικος, κλαιωμιλίη, γελοωμιλίη, ὑποτυπωτικός, καθόλου, ὁμός, ἁπλόος, ἁπλοῦς, μετάκοινος, κοινωνός, συμμιγής
κοινός, τυπώδης, ἐπίκοινος, σύνδικος, κλαιωμιλίη, γελοωμιλίη, ὑποτυπωτικός, καθόλου, ὁμός, ἁπλόος, ἁπλοῦς, μετάκοινος, κοινωνός, συμμιγής