Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλησκούνι: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(45)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φλισκούνι]] και [[φλυσκούνι]] και [[φλασκούνι]] και [[φλουσκούνι]], το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ελληνικών ειδών του γένους [[μίνθη]] ή [[μέντα]] της οικογένειας τών χειλανθών και [[ιδίως]] του είδους Μentha pulegium.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[βλησκούνι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[βληχώνι]])].
|mltxt=και [[φλισκούνι]] και [[φλυσκούνι]] και [[φλασκούνι]] και [[φλουσκούνι]], το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ελληνικών ειδών του γένους [[μίνθη]] ή [[μέντα]] της οικογένειας τών χειλανθών και [[ιδίως]] του είδους [[Mentha pulegium]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[βλησκούνι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[βληχώνι]])].
}}
{{trml
|trtx====[[Mentha pulegium]]===
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: [[pennyroyal]]; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: [[Polei]], [[Poleiminze]], [[Polei-Minze]], [[Flohkraut]]; Greek: [[φλησκούνι]]; Ancient Greek: [[ἄλβολον]], [[ἀνακτητικόν]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλησκούνιον]], [[βλῆχρος]], [[βληχώ]], [[βλήχων]], [[βληχώνιον]], [[γλάχων]], [[γλήχων]]; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: [[puleium]], [[pulegium]]; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: [[мята болотная]], [[мята блошница]]; Spanish: [[poleo]]; Turkish: yarpuz
}}
}}

Latest revision as of 08:52, 16 October 2023

Greek Monolingual

και φλισκούνι και φλυσκούνι και φλασκούνι και φλουσκούνι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών του γένους μίνθη ή μέντα της οικογένειας τών χειλανθών και ιδίως του είδους Mentha pulegium.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. βλησκούνι (βλ. και λ. βληχώνι)].

Translations

Mentha pulegium

Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz