χιμέτλη: Difference between revisions

(46)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chimetli
|Transliteration C=chimetli
|Beta Code=xime/tlh
|Beta Code=xime/tlh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[χίμετλον]], Dsc.1.128, 2.42.</span>
|Definition=ἡ, = [[χίμετλον]], Dsc.1.128, 2.42.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 20:15, 23 August 2022

English (LSJ)

ἡ, = χίμετλον, Dsc.1.128, 2.42.

Greek (Liddell-Scott)

χιμέτλη: ἡ, = χίμετλον, Διοσκ. 1. 149, 183., 2. 44.

Greek Monolingual

και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α
χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].