Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
[Seite 1343] ἡ, = χείμετλον, Diosc.
χειμέτλη: χειμετλιάω, χείμετλον, ἴδε ἐν λέξ. χιμέτλη, χιμετλιάω, χίμετλον.
ἡ, Α
βλ. χιμέτλη.