χίμετλο

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α
συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα
ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση του ψύχους επί του δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο του χρόνου, ειδικά σε περίοδο υγρού ψύχους, στα άκρα χέρια και πόδια, στα αφτιά και στη μύτη, οι κοινώς γνωστές σήμερα χιονίστρες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χίμετλον· τὸ ἐν χειμῶνι γενόμενον ἕλκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χιμ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας τών λ. χεῖμα, χειμών (βλ. λ. χειμώνας) + επίθημα -ε-θλον (πρβλ. ἕδ-ε-θλον, βλ. και λ. -θλον). Ο τ. χίμετλον με ανομοιωτική τροπή του δασέος -θ- στο αντίστοιχο κλειστό -τ- (πρβλ. ἐχ-έ-τλη)].