τρίβαθμος: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] βαθμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βαθμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-<i>βαθμος</i>)].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] βαθμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βαθμός]] ([[πρβλ]]. [[δεκάβαθμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τρεις βαθμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + βαθμός (πρβλ. δεκάβαθμος)].