έχει: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άκλιτος [[τύπος]] που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. <i>έχειν</i> του ρ. <i>έχω</i> (I) (με σίγηση του ληκτικού -<i>ν</i>)<br />πρβλ. το [[φιλί]], ορθότ. το <i>φιλεί</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλεῖν</i>].
|mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άκλιτος [[τύπος]] που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. <i>έχειν</i> του ρ. <i>έχω</i> (I) (με σίγηση του ληκτικού -<i>ν</i>)<br />πρβλ. το [[φιλί]], ορθότ. το <i>φιλεί</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλεῖν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Μ ἔχει)
1. περιουσία
2. πλούτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άκλιτος τύπος που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. έχειν του ρ. έχω (I) (με σίγηση του ληκτικού -ν)
πρβλ. το φιλί, ορθότ. το φιλεί < φιλεῖν].