έχει: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άκλιτος [[τύπος]] που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. <i>έχειν</i> του ρ. <i>έχω</i> (I) (με σίγηση του ληκτικού -<i>ν</i>)<br />πρβλ. το [[φιλί]], ορθότ. το <i>φιλεί</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλεῖν</i>]. | ||
}} | }} |