αμνιακός: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Εμβρυολ.-Ανατ.)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[άμνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Εμβρυολ.-Ανατ.)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[άμνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμνίον]] («ο [[εσώτατος]] [[υμένας]] που περιβάλλει το [[έμβρυο]] [[κατά]] την [[κύηση]]», πρβλ. [[άμνιο]]), πρβλ. αγγλ. <i>amniac</i>]. | ||
}} | }} |