βεβλήαται: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(3)
(1b)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβλήαται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του [[βάλλω]].
|lsmtext='''βεβλήαται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βεβλήαται:''' эп. (= βέβληνται) 3 л. pl. pf. pass. к [[βάλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 17:52, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de βάλλω.

English (Autenrieth)

see βάλλω.

Greek Monotonic

βεβλήαται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

βεβλήαται: эп. (= βέβληνται) 3 л. pl. pf. pass. к βάλλω.