ἐτράφην: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(4)
(2b)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐτράφην:''' [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του [[τρέφω]]· Ενεργ. <i>ἔτρᾰφον</i>, με [[ίδια]] [[σημασία]].
|lsmtext='''ἐτράφην:''' [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του [[τρέφω]]· Ενεργ. <i>ἔτρᾰφον</i>, με [[ίδια]] [[σημασία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτράφην:''' aor. 2 pass. к [[τρέφω]].
}}
}}

Latest revision as of 20:56, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. τρέφω.

English (Autenrieth)

see τρέφω.

Greek Monotonic

ἐτράφην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του τρέφω· Ενεργ. ἔτρᾰφον, με ίδια σημασία.

Russian (Dvoretsky)

ἐτράφην: aor. 2 pass. к τρέφω.