μύ: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(5)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύ:''' ή μῦ, [[μουρμουριστός]] [[ήχος]] που παράγεται από τα χείλη, <i>μῦλαλεῖν</i>, [[μουρμουρίζω]], σε Ιππών.· [[μιμούμαι]] τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, <i>μὺ μῦ</i>, <i>μὺ μῦ</i>, ή, καλύτερα, <i>μυμῦ</i>, <i>μυμῦ</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μύ:''' ή μῦ, [[μουρμουριστός]] [[ήχος]] που παράγεται από τα χείλη, <i>μῦλαλεῖν</i>, [[μουρμουρίζω]], σε Ιππών.· [[μιμούμαι]] τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, <i>μὺ μῦ</i>, <i>μὺ μῦ</i>, ή, καλύτερα, <i>μυμῦ</i>, <i>μυμῦ</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[muttering]] [[sound]] made with the lips, μῦ λαλεῖν to [[mutter]], [[Hippon]].:—to [[imitate]] the [[sound]] of sobbing, μὺ μῦ, μὺ μῦ, or [[rather]] μυμῦ, μυμῦ, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 212] od. μῦ, ein mit geschlossenem Munde hervorgebrachter Laut, Schmerz ausdrückend, μὺ μῦ, μὺ μῦ, Ar. Equ. 10, μῦ μῦ, Th. 231; – μῦ λαλεῖν, einen kaum vernehmbaren Laut hervorbringen, mucken, mucksen, von denen, die nicht laut zu reden wagen, Hipponax frg. bei S. Emp. adv. gramm. 275; vgl. das lat. mu facere, mussare.

French (Bailly abrégé)

c. μῦ².

Greek Monotonic

μύ: ή μῦ, μουρμουριστός ήχος που παράγεται από τα χείλη, μῦλαλεῖν, μουρμουρίζω, σε Ιππών.· μιμούμαι τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, μὺ μῦ, μὺ μῦ, ή, καλύτερα, μυμῦ, μυμῦ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

a muttering sound made with the lips, μῦ λαλεῖν to mutter, Hippon.:—to imitate the sound of sobbing, μὺ μῦ, μὺ μῦ, or rather μυμῦ, μυμῦ, Ar.