λοχηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(5)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοχηγέτης:''' [[λοχηγέω]], λοχηγός, ὁ, Ιων. αντί [[λοχαγέτης]], [[λοχαγέω]], [[λοχαγός]].
|lsmtext='''λοχηγέτης:''' [[λοχηγέω]], λοχηγός, ὁ, Ιων. αντί [[λοχαγέτης]], [[λοχαγέω]], [[λοχαγός]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, ion. = [[λοχαγέτης]] usw., Her.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λοχηγέτης: λοχηγέω, λοχηγός, ὁ, ἀντὶ τοῦ λοχαγ-.

Greek Monotonic

λοχηγέτης: λοχηγέω, λοχηγός, ὁ, Ιων. αντί λοχαγέτης, λοχαγέω, λοχαγός.

German (Pape)

ὁ, ion. = λοχαγέτης usw., Her.