δύνηαι: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύνηαι:''' Επικ. αντί [[δύνῃ]], βʹ ενικ. υποτ. του [[δύναμαι]].
|lsmtext='''δύνηαι:''' Επικ. αντί [[δύνῃ]], βʹ ενικ. υποτ. του [[δύναμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύνηαι:''' эп. = [[δύνῃ]] II.
}}
}}

Latest revision as of 08:16, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. sbj. épq. de δύναμαι.

Greek Monotonic

δύνηαι: Επικ. αντί δύνῃ, βʹ ενικ. υποτ. του δύναμαι.

Russian (Dvoretsky)

δύνηαι: эп. = δύνῃ II.