ἔκτημαι: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκτημαι:''' αντί [[κέκτημαι]], παρακ. του [[κτάομαι]].
|lsmtext='''ἔκτημαι:''' αντί [[κέκτημαι]], παρακ. του [[κτάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκτημαι:''' Hom., Aesch. pf. pass. к [[κτάομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

pf. ion. de κτάομαι.

Greek Monotonic

ἔκτημαι: αντί κέκτημαι, παρακ. του κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτημαι: Hom., Aesch. pf. pass. к κτάομαι.