ἔδωκα: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔδωκα:''' αόρ. αʹ του [[δίδωμι]].
|lsmtext='''ἔδωκα:''' αόρ. αʹ του [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔδωκα:''' aor. 1 к [[δίδωμι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. de δίδωμι.

Greek Monotonic

ἔδωκα: αόρ. αʹ του δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔδωκα: aor. 1 к δίδωμι.