ἔμμορα: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμμορα:''' παρακ. βʹ του [[μείρομαι]].
|lsmtext='''ἔμμορα:''' παρακ. βʹ του [[μείρομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμμορα:''' pf. к [[μείρομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 809] u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.

Greek Monotonic

ἔμμορα: παρακ. βʹ του μείρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμορα: pf. к μείρομαι.