ἐπίμετρον: Difference between revisions

(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimetron
|Transliteration C=epimetron
|Beta Code=e)pi/metron
|Beta Code=e)pi/metron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">something added to</b> <b class="b2">make good measure excess</b>, <span class="bibl">Theoc.12.26</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>91.11</span> (ii B.C.); <b class="b3">ἐ. ποιεῖν</b> make <b class="b2">an increase</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>4.13.7</span>, Plu.2.676b; <b class="b3">πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους</b> <b class="b3"></b>. ib.503d; <b class="b3">λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται</b> <b class="b2">into the bargain</b>, <span class="bibl">Plb.6.46.6</span>; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.47</span>, cf. Gal.8.493.</span>
|Definition=τό, [[something added to make good measure excess]], Theoc.12.26, ''PTeb.''91.11 (ii B.C.); <b class="b3">ἐ. ποιεῖν</b> make [[an increase]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.13.7, Plu.2.676b; <b class="b3">πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους</b> [[]]. ib.503d; <b class="b3">λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται</b> [[into the bargain]], Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.''P.''2.47, cf. Gal.8.493.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] τό, Zugabe, Uebermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] τό, [[Zugabe]], [[Übermaaß]]; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[surplus]], [[surcroît]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίμετρον:''' τό [[добавление]], [[прибавление]] Plut.: ἐν ἐπιμέτρῳ Polyb. в дополнение, в придачу; ἐξ ἐπιμέτρου Sext. вдобавок, лишний раз.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.
|lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />surplus, surcroît.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίμετρον:''' τό, [[προσθήκη]], [[υπερβολή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπίμετρον:''' τό, [[προσθήκη]], [[υπερβολή]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-μετρον, ου, τό,<br />[[over]]-[[measure]], [[excess]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

English (LSJ)

τό, something added to make good measure excess, Theoc.12.26, PTeb.91.11 (ii B.C.); ἐ. ποιεῖν make an increase, Thphr. CP 4.13.7, Plu.2.676b; πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους . ib.503d; λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται into the bargain, Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.P.2.47, cf. Gal.8.493.

German (Pape)

[Seite 962] τό, Zugabe, Übermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
surplus, surcroît.
Étymologie: ἐπί, μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμετρον: τό добавление, прибавление Plut.: ἐν ἐπιμέτρῳ Polyb. в дополнение, в придачу; ἐξ ἐπιμέτρου Sext. вдобавок, лишний раз.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμετρον: τό, κἄτι τι προστιθέμενον ὅπως πληρώσῃ καλῶς τὸ μέτρον. ὑπερβολή, προσθήκη, ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ ἐπίμετρον ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.

Greek Monotonic

ἐπίμετρον: τό, προσθήκη, υπερβολή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπί-μετρον, ου, τό,
over-measure, excess, Theocr.