κλάξ: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(5)
(1ba)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλάξ:''' -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί [[κλείς]].
|lsmtext='''κλάξ:''' -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί [[κλείς]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλάξ]], ᾱκος, ἡ, [doric for [[κλείς]].]
}}
}}

Latest revision as of 02:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1446] ακός, ἡ, dor. = κλείς, Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32.

Greek Monolingual

κλᾴξ, -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο -κ-].

Greek Monotonic

κλάξ: -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί κλείς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.

Middle Liddell

κλάξ, ᾱκος, ἡ, [doric for κλείς.]