ὑπέρσχῃ: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρσχῃ:''' -σχοι, γʹ ενικ. υποτ. και ευκτ. αόρ. βʹ του [[ὑπερέχω]].
|lsmtext='''ὑπέρσχῃ:''' -σχοι, γʹ ενικ. υποτ. και ευκτ. αόρ. βʹ του [[ὑπερέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρσχῃ:''' эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к [[ὑπερέχω]].
}}
}}

Latest revision as of 05:16, 1 January 2019

English (Autenrieth)

see ὑπερέχω.

Greek Monotonic

ὑπέρσχῃ: -σχοι, γʹ ενικ. υποτ. και ευκτ. αόρ. βʹ του ὑπερέχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρσχῃ: эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ὑπερέχω.